Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αλευρώδης
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αλευρώδ
ης
η
αλευρώδ
ης
το
αλευρώδ
ες
γενική
του
αλευρώδ
ους
της
αλευρώδ
ους
του
αλευρώδ
ους
αιτιατική
τον
αλευρώδ
η
την
αλευρώδ
η
το
αλευρώδ
ες
κλητική
αλευρώδ
η
(
ς
)
αλευρώδ
ης
αλευρώδ
ες
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αλευρώδ
εις
οι
αλευρώδ
εις
τα
αλευρώδ
η
γενική
των
αλευρωδ
ών
των
αλευρωδ
ών
των
αλευρωδ
ών
αιτιατική
τους
αλευρώδ
εις
τις
αλευρώδ
εις
τα
αλευρώδ
η
κλητική
αλευρώδ
εις
αλευρώδ
εις
αλευρώδ
η
Κατηγορία
όπως «
μανιώδης
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αλευρώδης
<
αλεύρι
+
-ώδης
Επίθετο
επεξεργασία
αλευρώδης, -ης, -ες
αυτός που μοιάζει με αλεύρι σε υφή ή κατάσταση
αυτός που περιέχει ποσότητα αλεύρου
Συγγενικά
επεξεργασία
αλευρένιος
αλευροειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αλευρώδης
αγγλικά
:
floury
(en)