Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεύρωμα τα αλευρώματα
      γενική του αλευρώματος των αλευρωμάτων
    αιτιατική το αλεύρωμα τα αλευρώματα
     κλητική αλεύρωμα αλευρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αλεύρωμα < αλευρώνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αλεύρωμα ουδέτερο

  1. η συνέπεια του αλευρώνω
  2. πασπάλισμα με αλεύρι
  3. πασάλειμμα
  4. (μεταφορικά) επιδερμική αντίληψη γεγονότος, επιφανειακή μόρφωση
  5. (μεταφορικά) οι διάφορες προσθήκες σκοπιμότητας, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές. σε μια ειδησεογραφία, ή σε αναφορά.
     συνώνυμα: σάλτσα, σιδέρωμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία