αλεύρωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλεύρωμα < αλευρώνω
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλεύρωμα ουδέτερο
- η συνέπεια του αλευρώνω
- πασπάλισμα με αλεύρι
- πασάλειμμα
- (μεταφορικά) επιδερμική αντίληψη γεγονότος, επιφανειακή μόρφωση
- (μεταφορικά) οι διάφορες προσθήκες σκοπιμότητας, επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές. σε μια ειδησεογραφία, ή σε αναφορά.
Μεταφράσεις επεξεργασία
αλεύρωμα
|