Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποχρωσιακός η αποχρωσιακή το αποχρωσιακό
      γενική του αποχρωσιακού της αποχρωσιακής του αποχρωσιακού
    αιτιατική τον αποχρωσιακό την αποχρωσιακή το αποχρωσιακό
     κλητική αποχρωσιακέ αποχρωσιακή αποχρωσιακό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποχρωσιακοί οι αποχρωσιακές τα αποχρωσιακά
      γενική των αποχρωσιακών των αποχρωσιακών των αποχρωσιακών
    αιτιατική τους αποχρωσιακούς τις αποχρωσιακές τα αποχρωσιακά
     κλητική αποχρωσιακοί αποχρωσιακές αποχρωσιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποχρωσιακός < απόχρωση + -ιακός

  Επίθετο επεξεργασία

αποχρωσιακός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία