ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀπόχρωσῐς αἱ ἀποχρώσεις
      γενική τῆς ἀποχρώσεως τῶν ἀποχρώσεων
      δοτική τῇ ἀποχρώσει ταῖς ἀποχρώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἀπόχρωσῐν τὰς ἀποχρώσεις
     κλητική ! ἀπόχρωσῐ ἀποχρώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀποχρώσει
γεν-δοτ τοῖν  ἀποχρωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀπόχρωσις < ἀποχρώννυμι < ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω < αρχαία ελληνική χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- ‎(αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω)
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: απόχρωση με διαφορετική σημασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀπόχρωσις θηλυκό