ἀπόχρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀπόχρωσῐς | αἱ | ἀποχρώσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀποχρώσεως | τῶν | ἀποχρώσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀποχρώσει | ταῖς | ἀποχρώσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀπόχρωσῐν | τὰς | ἀποχρώσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀπόχρωσῐ | ἀποχρώσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀποχρώσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀποχρωσέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπόχρωσις < ἀποχρώννυμι < ἀπό + χρώννυμι / χρωννύω < αρχαία ελληνική χρῴζω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʰrēw- (αλέθω, τρίβω) *gʰer- (τρίβω)
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: απόχρωση με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπόχρωσις θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) η βαθμιαία μετάβαση από χρώμα σε χρώμα
Πηγές
επεξεργασία- ἀπόχρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.