tune
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tune | tunes |
tune (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tune |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tunes |
αόριστος | tuned |
παθητική μετοχή | tuned |
ενεργητική μετοχή | tuning |
tune (en)
- (μουσική) κουρδίζω μουσικό όργανο
- ⮡ He tuned the piano.
- Κούρδισε το πιάνο.
- ⮡ The violin is not tuned.
- Το βιολί δεν είναι κουρδισμένο.
- ⮡ He tuned the piano.
- ρυθμίζω μηχανή
- συντονίζομαι, πιάνω σταθμό στο ραδιόφωνο
- ⮡ Tune to FM stereo.
- Συντονιστείτε στα FM στέρεο.
- ⮡ Tune (in) to the BBC.
- Πιάσε το BBC.
- ⮡ Tune to FM stereo.
- εναρμονίζω, ετοιμάζω κάτι για να είναι κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ⮡ a policy tuned to the popular sentiment - μια πολιτική εναρμονισμένη με το λαϊκό αίσθημα
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- tune (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- tune (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 799. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκοπός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tune | tunes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtune (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη thune