Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
tune tunes

tune (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας tune
γ΄ ενικό ενεστώτα tunes
αόριστος tuned
παθητική μετοχή tuned
ενεργητική μετοχή tuning

tune (en)

  1. (μουσική) κουρδίζω μουσικό όργανο
      He tuned the piano.
    Κούρδισε το πιάνο.
      The violin is not tuned.
    Το βιολί δεν είναι κουρδισμένο.
  2. ρυθμίζω μηχανή
  3. συντονίζομαι, πιάνω σταθμό στο ραδιόφωνο
      Tune to FM stereo.
    Συντονιστείτε στα FM στέρεο.
      Tune (in) to the BBC.
    Πιάσε το BBC.
  4. εναρμονίζω, ετοιμάζω κάτι για να είναι κατάλληλο για μια συγκεκριμένη κατάσταση
      a policy tuned to the popular sentiment - μια πολιτική εναρμονισμένη με το λαϊκό αίσθημα

Παράγωγα

επεξεργασία



      ενικός         πληθυντικός  
tune tunes

Ουσιαστικό

επεξεργασία

tune (fr) θηλυκό

  •  δείτε τη λέξη thune