tune
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tune | tunes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtune (en)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | tune |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tunes |
αόριστος | tuned |
παθητική μετοχή | tuned |
ενεργητική μετοχή | tuning |
tune (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 799. ISBN 9780194325684., λήμμα: σκοπός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tune | tunes |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαtune (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη thune