ενεστώτας tune up
γ΄ ενικό ενεστώτα tunes up
αόριστος tuned up
παθητική μετοχή tuned up
ενεργητική μετοχή tuning up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tune up < → δείτε τις λέξεις tune και up

tune up (en)

  • κουρδίζω μουσικό όργανο
    ⮡  The musicians were tuning up (their instruments) when we came in.
    Οι μουσικοί κουρδίζανε τα όργανα τους όταν μπήκαμε.