ενεστώτας tune in to
γ΄ ενικό ενεστώτα tunes in to
αόριστος tuned in to
παθητική μετοχή tuned in to
ενεργητική μετοχή tuning in to

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tune in to < → δείτε τις λέξεις tune, in και to

tune in to (en)

  • συντονισμένος με, αντιλαμβάνομαι τις σκέψεις και τα συναισθήματα των άλλων, κτλ.
    ⮡  A politician must be tuned in to public sentiment.
    Ο πολιτικός πρέπει να είναι συντονισμένος με το δημόσιο αίσθημα.