species
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΛατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- species < specio < πρωτοϊταλική *spekjō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *spéḱyeti < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *speḱ- (βλέπω, παρατηρώ) + *-yeti
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- species - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.