σκοπιωρός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σκοπιωρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σκοπιωρός ("σκοπός, φρουρός")[1] < σκοπέω + θέμα ωρ- του ὁράω, ὁρῶ + -ός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sko.pi.oˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκο‐πι‐ω‐ρός
Ουσιαστικό επεξεργασία
σκοπιωρός αρσενικό
- (ναυτικός όρος) ναυτικός σκοπός που αποστέλλεται από το πλοίο στην ξηρά για ανίχνευση και επισκόπηση, αθέατος από άλλα πλοία
- ≈ συνώνυμα: βιγλαδόρος (δημοτική)
- ναύτης που εκτελεί υπηρεσία σε σταθμό σηματοδοσίας
- → δείτε τη λέξη σηματωρός
Μεταφράσεις επεξεργασία
σκοπιωρός
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .