σηματωρός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σηματωρός αρσενικό
- (ναυτικός όρος) πόστο, θέση σε πολεμικό πλοίο, στην οποία ο υπεύθυνος έχει σαν έργο τη λήψη ή την αποστολή οπτικών σημάτων
- (μεταφορικά) κάτι ή κάποιος που δείχνει έναρξη