σηματοδοσία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σηματοδοσία (νεολογισμός) < σηματο(δότης) + -δοσία
- για τη μετάδοση σημάτων από απόσταση → δείτε τη λέξη σηματοδότηση: (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική signalisation
- για το σύστημα μετάδοσης σήματος στις τηλεπικοινωνίες < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική signalling / (ΗΠΑ) signaling (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /si.ma.to.ðoˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ση‐μα‐το‐δo‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασίασηματοδοσία θηλυκό
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) άλλη μορφή του σηματοδότηση στη σημασία: μετάδοση σημάτων με κώδικα από απόσταση [1]
- (τηλεπικοινωνίες) η μέθοδος με την οποία δίνουν ή ανταλλάσσουν σήμα τα δίκτυα τηλεπικοινωνίας
- ⮡ δυαδική σηματοδοσία (binary signaling) , σηματοδοσία κοινού καναλιού (Common Channel Signaling)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σηματοδοτώ, σήμα και δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σηματοδοσία
|
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.