γεωσύγκλινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαγεωσύγκλινο ουδέτερο
- λωρίδα, ζώνη ή επιμήκης "λεκάνη" στα περιθώρια των ηπείρων της γης που δέχεται ιζήματα
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωσύγκλινο
γεωσύγκλινο ουδέτερο