Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωπολιτική οι γεωπολιτικές
      γενική της γεωπολιτικής των γεωπολιτικών
    αιτιατική τη γεωπολιτική τις γεωπολιτικές
     κλητική γεωπολιτική γεωπολιτικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γεωπολιτική < γεω- + πολιτική, λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική geopolitics < geography + politics[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝe.o.po.li.tiˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γε‐ω‐πο‐λι‐τι‐κή
ομόηχο: γεωπολιτικοί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γεωπολιτική θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις γη, πολίτης και πόλη

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γεωπολιτική

  Αναφορές επεξεργασία