politics
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpolitics (en)
- (μη μετρήσιμο) η πολιτική, τα πολιτικά, το σύνολο των δράσεων και των ιδεών που σχετίζονται με τα δημόσια πράγματα
- ⮡ I am going into politics.
- Ασχολούμαι με την πολιτική.
- ⮡ They talked politics.
- Κουβέντιασαν πολιτικά.
- ⮡ I am going into politics.
Πηγές
επεξεργασία- politics - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 721. ISBN 9780194325684., λήμμα: πολτική