γεωχημεία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γεωχημεία | οι | γεωχημείες |
γενική | της | γεωχημείας | των | γεωχημειών |
αιτιατική | τη | γεωχημεία | τις | γεωχημείες |
κλητική | γεωχημεία | γεωχημείες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γεωχημεία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγεωχημεία θηλυκό
- {χημεία}} επιστήμη που μελετά τη χημική σύνθηση στρωμάτων του φλοιού της γης και γενικά τη στερέα μάζα και από άλλους πλανήτες
Μεταφράσεις
επεξεργασία γεωχημεία