γλωσσογεωγραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- γλωσσογεωγραφία < γλώσσα + -ο- + γεωγραφία < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Sprachgeographie
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγλωσσογεωγραφία θηλυκό
- (γλωσσολογία) γλωσσολογικός κλάδος που ασχολείται με τις διαλέκτους μιας γεωγραφικής περιοχής και τις μελετά
Μεταφράσεις
επεξεργασία γλωσσογεωγραφία