Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάρδος τα φάρδη
      γενική του φάρδους των φαρδών
    αιτιατική το φάρδος τα φάρδη
     κλητική φάρδος φάρδη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάρδος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φάρδος < φαρδ(ύς) + -ος αναλογικά προς το παχύς - πάχος [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfaɾ.ðos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φάρ‐δος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάρδος ουδέτερο

  1. (διαστάσεις) συνώνυμο του πλάτος, η πιο μικρή διάσταση μιας επιφάνειας (η άλλη είναι το μήκος)
  2. (αργκό) η μεγάλη τύχη
    Μα τι φάρδος ήταν αυτό σήμερα! Κέρδισε μια περιουσία.
     συνώνυμα: κωλοφαρδία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία