• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

μονόφαρδος

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

πτώση ενικός
ονομαστική μονόφαρδος μονόφαρδη μονόφαρδο
γενική μονόφαρδου μονόφαρδης μονόφαρδου
αιτιατική μονόφαρδο μονόφαρδη μονόφαρδο
κλητική μονόφαρδε μονόφαρδη μονόφαρδο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική μονόφαρδοι μονόφαρδες μονόφαρδα
γενική μονόφαρδων μονόφαρδων μονόφαρδων
αιτιατική μονόφαρδους μονόφαρδες μονόφαρδα
κλητική μονόφαρδοι μονόφαρδες μονόφαρδα

  Ετυμολογία Επεξεργασία

μονόφαρδος < μονο- + φάρδος + -ος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

μονόφαρδος

  • που έχει (σχετικά) μικρό φάρδος (ίσως και το μισό από τον διπλόφαρδο)

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • διπλόφαρδος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    μονόφαρδος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=μονόφαρδος&oldid=4014553"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιανουαρίου 2019, στις 07:56

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιανουαρίου 2019, στις 07:56.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie