Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόφαρδος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονόφαρδ
ος
η
μονόφαρδ
η
το
μονόφαρδ
ο
γενική
του
μονόφαρδ
ου
της
μονόφαρδ
ης
του
μονόφαρδ
ου
αιτιατική
τον
μονόφαρδ
ο
τη
μονόφαρδ
η
το
μονόφαρδ
ο
κλητική
μονόφαρδ
ε
μονόφαρδ
η
μονόφαρδ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονόφαρδ
οι
οι
μονόφαρδ
ες
τα
μονόφαρδ
α
γενική
των
μονόφαρδ
ων
των
μονόφαρδ
ων
των
μονόφαρδ
ων
αιτιατική
τους
μονόφαρδ
ους
τις
μονόφαρδ
ες
τα
μονόφαρδ
α
κλητική
μονόφαρδ
οι
μονόφαρδ
ες
μονόφαρδ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόφαρδος
<
μονο-
+
φάρδος
+
-ος
Επίθετο
επεξεργασία
μονόφαρδος
που έχει (
σχετικά
)
μικρό
φάρδος
(
ίσως
και το
μισό
από τον
διπλόφαρδο
)
Δείτε επίσης
επεξεργασία
διπλόφαρδος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόφαρδος