φάρδεμα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φάρδεμα | τα | φαρδέματα |
γενική | του | φαρδέματος | των | φαρδεμάτων |
αιτιατική | το | φάρδεμα | τα | φαρδέματα |
κλητική | φάρδεμα | φαρδέματα | ||
όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φάρδεμα < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
φάρδεμα ουδέτερο
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαρδαίνω, το να γίνεται κάτι πιο φαρδύ
- έχω παχύνει και το παντελόνι μου θέλει φάρδεμα
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φάρδεμα