↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάρδεμα τα φαρδέματα
      γενική του φαρδέματος των φαρδεμάτων
    αιτιατική το φάρδεμα τα φαρδέματα
     κλητική φάρδεμα φαρδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φάρδεμα < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φάρδεμα ουδέτερο

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φαρδαίνω, το να γίνεται κάτι πιο φαρδύ
    έχω παχύνει και το παντελόνι μου θέλει φάρδεμα

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία