• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εμποροϋπάλληλος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η εμποροϋπάλληλος οι εμποροϋπάλληλοι
      γενική του/της
του
εμποροϋπαλλήλου
εμποροϋπάλληλου
των εμποροϋπαλλήλων
    αιτιατική τον/την εμποροϋπάλληλο τους/τις
τους
εμποροϋπαλλήλους
εμποροϋπάλληλους
     κλητική εμποροϋπάλληλε εμποροϋπάλληλοι
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό.
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εμποροϋπάλληλος < (έμπορος) εμπορο- + υπάλληλος

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /em.bo.ɾo.iˈpa.li.los/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εμποροϋπάλληλος αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) ο υπάλληλος εμπορικού καταστήματος

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εμποροϋπάλληλος
  • αγγλικά : shop assistant (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμποροϋπάλληλος&oldid=5470691"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 20:07

Γλώσσες

    • English
    • Malagasy
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 20:07.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας