υπαγόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υπαγόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υπάγω
Μετοχή
επεξεργασίαυπαγόμενος, -η, -ο
- εκείνος που υπάγεται σε μια κατηγορία, που εμπίπτει σε μία ορισμένη δικαιοδοσία, που ελέγχεται και ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανονισμούς αφορούντες την κατηγορία αυτή
- → δείτε τη λέξη υπάγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία υπαγόμενος