↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπαγόμενος η υπαγόμενη το υπαγόμενο
      γενική του υπαγόμενου της υπαγόμενης του υπαγόμενου
    αιτιατική τον υπαγόμενο την υπαγόμενη το υπαγόμενο
     κλητική υπαγόμενε υπαγόμενη υπαγόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπαγόμενοι οι υπαγόμενες τα υπαγόμενα
      γενική των υπαγόμενων των υπαγόμενων των υπαγόμενων
    αιτιατική τους υπαγόμενους τις υπαγόμενες τα υπαγόμενα
     κλητική υπαγόμενοι υπαγόμενες υπαγόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
υπαγόμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος υπάγω

υπαγόμενος, -η, -ο

  • εκείνος που υπάγεται σε μια κατηγορία, που εμπίπτει σε μία ορισμένη δικαιοδοσία, που ελέγχεται και ρυθμίζεται από συγκεκριμένους κανονισμούς αφορούντες την κατηγορία αυτή
  • → δείτε τη λέξη υπάγω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία