Ετυμολογία

επεξεργασία
secrétaire < λατινική secretarium < secretus

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sə.kʁe.tɛʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
secrétaire secrétaires

secrétaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία