ἀρχιγραμματεύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀρχιγραμματεύς | οἱ | ἀρχιγραμματεῖς | ||||
γενική | τοῦ | ἀρχιγραμματέως | τῶν | ἀρχιγραμματέων | ||||
δοτική | τῷ | ἀρχιγραμματεῖ | τοῖς | ἀρχιγραμματεῦσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀρχιγραμματέᾱ | τοὺς | ἀρχιγραμματέᾱς | ||||
κλητική ὦ! | ἀρχιγραμματεῦ | ἀρχιγραμματεῖς | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀρχιγραμματεῖ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀρχιγραμματέοιν | ||||||
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς. | ||||||||
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀρχιγραμματεύς (ελληνιστική κοινή) < ἀρχι- + αρχαία ελληνική γραμματεύς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀρχιγραμματεύς αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ἀρχή, γραμματεύς και γράφω
Πηγές
επεξεργασία- ἀρχιγραμματεύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀρχιγραμματεύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.