Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

chancellor (en)

  1. (πολιτική) o καγκελάριος
  2. ο γραμματέας ενός βασιλιά ή ευγενή
  3. τίτλος ανώτερων πολιτικών, εκκλησιαστικών ή πανειστημιακών αξιωματούχων