νεογραμματικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- νεογραμματικός < νεο- + γραμματικός ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Junggrammatiker[1])
Ουσιαστικό επεξεργασία
νεογραμματικός αρσενικό
- (γλωσσολογία, ιστορία) μέλος ομάδας Γερμανών γλωσσολόγων του 19ου αιώνα που ασχολήθηκαν με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία έχοντας ως αρχή την καθολικότητα των φωνητικών νόμων
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Junggrammatiker στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεογραμματικός
Επίθετο επεξεργασία
νεογραμματικός -ή -ό
- (γλωσσολογία, ιστορία) που αφορά μέλος ομάδας Γερμανών γλωσσολόγων του 19ου αιώνα που ασχολήθηκαν με την ινδοευρωπαϊκή γλωσσολογία έχοντας ως αρχή την καθολικότητα των φωνητικών νόμων
Μεταφράσεις επεξεργασία
νεογραμματικός
- ↑ νεογραμματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας