Γερμανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Γερμανός | οι | Γερμανοί |
γενική | του | Γερμανού | των | Γερμανών |
αιτιατική | τον | Γερμανό | τους | Γερμανούς |
κλητική | Γερμανέ | Γερμανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Γερμανός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή γερμανός < λατινική Germanus
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γερμανός αρσενικό (θηλυκό Γερμανίδα)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από τη Γερμανία ή έχει γερμανική υπηκοότητα
επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Γερμανία
πτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | Γερμανός | Γερμανίδα | Γερμανοί | Γερμανίδες |
γενική | Γερμανού | Γερμανίδας | Γερμανών | Γερμανίδων |
αιτιατική | Γερμανό | Γερμανίδα | Γερμανούς | Γερμανίδες |
κλητική | Γερμανέ | Γερμανίδα | Γερμανοί | Γερμανίδες |
Μεταφράσεις επεξεργασία
Γερμανός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γερμανός αρσενικό
Κύριο όνομα επεξεργασία
Γερμανός αρσενικό (θηλυκό Γερμανού)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Φρέντυ Γερμανός στη Βικιπαίδεια 1934-1999, ευθυμογράφος, τηλεοπτικός παραγωγός και δημιοσιογράφος