Γερμανίδα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- Γερμανίδα < Γερμαν(ός) + -ίδα
Κύριο όνομαΕπεξεργασία
Γερμανίδα θηλυκό
- (εθνικά ονόματα) θηλυκό του Γερμανός
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Γερμανός