ενικός         πληθυντικός  
letter letters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

letter (en)

  1. η επιστολή, το γράμμα
    ⮡  He wrote two letters.
    Έγραψε δύο επιστολές.
    ⮡  My friends sent me a letter by mail.
    Οι φίλες μου μού έστειλαν ένα γράμμα ταχυδρομικά.
  2. το γράμμα του αλφαβήτου
    ⮡  Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

letter (nl) θηλυκό

Συνώνυμα

επεξεργασία