letter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
letter | letters |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαletter (en)
- η επιστολή, το γράμμα
- ⮡ He wrote two letters.
- Έγραψε δύο επιστολές.
- ⮡ My friends sent me a letter by mail.
- Οι φίλες μου μού έστειλαν ένα γράμμα ταχυδρομικά.
- ⮡ He wrote two letters.
- το γράμμα του αλφαβήτου
- ⮡ Fill out the applications with capital letters.
- Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
- ⮡ Fill out the applications with capital letters.
Πηγές
επεξεργασία
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαletter (nl) θηλυκό
- το γράμμα του αλφαβήτου