letter (en)
- η επιστολή, το γράμμα
- ⮡ He wrote two letters.
- Έγραψε δύο επιστολές.
- ⮡ My friends sent me a letter by mail.
- Οι φίλες μου μού έστειλαν ένα γράμμα ταχυδρομικά.
- το γράμμα του αλφαβήτου
- ⮡ Fill out the applications with capital letters.
- Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.