Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μικρογραμμάριο τα μικρογραμμάρια
      γενική του μικρογραμμαρίου
μικρογραμμάριου
των μικρογραμμαρίων
    αιτιατική το μικρογραμμάριο τα μικρογραμμάρια
     κλητική μικρογραμμάριο μικρογραμμάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρογραμμάριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microgram < αρχαία ελληνική μικρός + γράμμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικρογραμμάριο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία