μικρογραμμάριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικρογραμμάριο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microgram < αρχαία ελληνική μικρός + γράμμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικρογραμμάριο ουδέτερο
- μονάδα βάρους ίση με 10−6 γραμμάρια (ένα εκατομμυριοστό του γραμμαρίου)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικρογραμμάριο