• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

έμφραξη

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έμφραξη οι εμφράξεις
      γενική της έμφραξης
& εμφράξεως
των εμφράξεων
    αιτιατική την έμφραξη τις εμφράξεις
     κλητική έμφραξη εμφράξεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

έμφραξη < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἔμφραξις

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

έμφραξη θηλυκό

  1. η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμφράσσω
  2. (ιατρική, οδοντιατρική) σφράγισμα

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    έμφραξη
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=έμφραξη&oldid=4691038"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Αυγούστου 2020, στις 09:01

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Αυγούστου 2020, στις 09:01.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie