έμφραξη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έμφραξη | οι | εμφράξεις |
γενική | της | έμφραξης* | των | εμφράξεων |
αιτιατική | την | έμφραξη | τις | εμφράξεις |
κλητική | έμφραξη | εμφράξεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμφράξεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- έμφραξη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔμφραξις
Ουσιαστικό επεξεργασία
έμφραξη θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εμφράσσω
- (ιατρική, οδοντιατρική) σφράγισμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
έμφραξη
|