Ετυμολογία

επεξεργασία
στουμπώνω < στούμπος + -ώνω

στουμπώνω

  1. άλλη μορφή του στουπώνω.
  2. το κοπάνισμα ενός πράγματος στο γουδί μέχρι να τριφτεί

  Μεταφράσεις

επεξεργασία