Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

στουμπώνω < στούμπος + -ώνω

  Ρήμα επεξεργασία

στουμπώνω

  1. άλλη μορφή του στουπώνω.
  2. το κοπάνισμα ενός πράγματος στο γουδί μέχρι να τριφτεί

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία