Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στουπώνω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.3
Άλλες μορφές
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
στουπώνω
<
στουπί
+
-ώνω
Ρήμα
επεξεργασία
στουπώνω
(
μεταβατικό
)
φράζω
ένα
δοχείο
με
στουπί
≈
συνώνυμα
:
βουλώνω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
στουπί
Άλλες μορφές
επεξεργασία
στυπώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στουπώνω
γαλλικά
:
colmater
(fr)
,
obturer
(fr)
, être
constipé
(fr)