φράδμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | φράδμων | τὸ | φράδμον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | φράδμονος | τοῦ | φράδμονος | ||
δοτική | τῷ/τῇ | φράδμονῐ | τῷ | φράδμονῐ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | φράδμονᾰ | τὸ | φράδμον | ||
κλητική ὦ! | φράδμον | φράδμον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | φράδμονες | τὰ | φράδμονᾰ | ||
γενική | τῶν | φραδμόνων | τῶν | φραδμόνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | φράδμοσῐ(ν) | τοῖς | φράδμοσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | φράδμονᾰς | τὰ | φράδμονᾰ | ||
κλητική ὦ! | φράδμονες | φράδμονᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φράδμονε | τὼ | φράδμονε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | φραδμόνοιν | τοῖν | φραδμόνοιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||||
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «ἔμφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαφράδμων, -ων, -ον
- συνετός, έμπειρος, έξυπνος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 638 (638-640)
- οὐδ᾽ ἂν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπηδόνα δῖον | ἔγνω, ἐπεὶ βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν | ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους.
- και γνώστης δεν θα γνώριζε τον θείον Σαρπηδόνα, | ως απ᾽ ακόντι, απ᾽ αίματα και από την σκόνην όλος | πατόκορφα εσκεπάζετο
- Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
- οὐδ᾽ ἂν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπηδόνα δῖον | ἔγνω, ἐπεὶ βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν | ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο διαμπερὲς ἐς πόδας ἄκρους.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 57.4
- Ἀλλ᾽ ὅταν ἐν Σίφνῳ πρυτανήια λευκὰ γένηται
λεύκοφρύς τ᾽ ἀγορή, τότε δὴ δεῖ φράδμονος ἀνδρὸς
φράσσασθαι ξύλινόν τε λόχον κήρυκά τ᾽ ἐρυθρόν.- Όταν στη Σίφνο θα γενεί άσπρο το πρυτανείο
και ασπροφρύδα η αγορά, άνθρωπος μυαλωμένος θα χρειαστεί να βγει μπροστά
και να τους διαφεντέψει από καρτέρι ξύλινο και κόκκινον τελάλη. - Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Όταν στη Σίφνο θα γενεί άσπρο το πρυτανείο
- Ἀλλ᾽ ὅταν ἐν Σίφνῳ πρυτανήια λευκὰ γένηται
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 16 (Π. Πατρόκλεια.), στίχ. 638 (638-640)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φράζω
Πηγές
επεξεργασία- φράδμων - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φράδμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.