αποφράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αποφράζω < μεσαιωνική ελληνική ἀποφράζω < αρχαία ελληνική ἀποφράσσω < ἀπό + φράσσω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bherekʷ-
Ρήμα
επεξεργασίααποφράζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αποφραγμένος
- αποφρακτήρας
- αποφρακτικός
- απόφραξη
- → δείτε τις λέξεις από και φράζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποφράζω | απέφραζα | θα αποφράζω | να αποφράζω | αποφράζοντας | |
β' ενικ. | αποφράζεις | απέφραζες | θα αποφράζεις | να αποφράζεις | απόφραζε | |
γ' ενικ. | αποφράζει | απέφραζε | θα αποφράζει | να αποφράζει | ||
α' πληθ. | αποφράζουμε | αποφράζαμε | θα αποφράζουμε | να αποφράζουμε | ||
β' πληθ. | αποφράζετε | αποφράζατε | θα αποφράζετε | να αποφράζετε | αποφράζετε | |
γ' πληθ. | αποφράζουν(ε) | απέφραζαν αποφράζαν(ε) |
θα αποφράζουν(ε) | να αποφράζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απέφραξα | θα αποφράξω | να αποφράξω | αποφράξει | ||
β' ενικ. | απέφραξες | θα αποφράξεις | να αποφράξεις | απόφραξε | ||
γ' ενικ. | απέφραξε | θα αποφράξει | να αποφράξει | |||
α' πληθ. | αποφράξαμε | θα αποφράξουμε | να αποφράξουμε | |||
β' πληθ. | αποφράξατε | θα αποφράξετε | να αποφράξετε | αποφράξτε | ||
γ' πληθ. | απέφραξαν αποφράξαν(ε) |
θα αποφράξουν(ε) | να αποφράξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποφράξει | είχα αποφράξει | θα έχω αποφράξει | να έχω αποφράξει | ||
β' ενικ. | έχεις αποφράξει | είχες αποφράξει | θα έχεις αποφράξει | να έχεις αποφράξει | έχε αποφραγμένο | |
γ' ενικ. | έχει αποφράξει | είχε αποφράξει | θα έχει αποφράξει | να έχει αποφράξει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποφράξει | είχαμε αποφράξει | θα έχουμε αποφράξει | να έχουμε αποφράξει | ||
β' πληθ. | έχετε αποφράξει | είχατε αποφράξει | θα έχετε αποφράξει | να έχετε αποφράξει | έχετε αποφραγμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αποφράξει | είχαν αποφράξει | θα έχουν αποφράξει | να έχουν αποφράξει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αποφραγμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αποφραγμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αποφραγμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αποφραγμένο |