Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξεστουπώνω < λείπει η ετυμολογία

  Ρήμα επεξεργασία

ξεστουπώνω

  1. (μεταβατικό) αφαιρώ το στουπί, το στούπωμα που κλείνει ένα δοχείο
     συνώνυμα: ξεβουλώνω

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία