Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποφρακτήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
αποφρακτήρ
ας
οι
αποφρακτήρ
ες
γενική
του
αποφρακτήρ
α
των
αποφρακτήρ
ων
αιτιατική
τον
αποφρακτήρ
α
τους
αποφρακτήρ
ες
κλητική
αποφρακτήρ
α
αποφρακτήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποφρακτήρας
< (
καθαρεύουσα
) αποφρακτήρ <
αποφράσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αποφρακτήρας
αρσενικό
(
εργαλείο
)
συσκευή
που χρησιμοποιείται για
αποφράξεις
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποφράζω
και
φράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποφρακτήρας
αγγλικά
:
plunger
(en)