• φράζω, βουλώνω, αποφράζω (μόνο με την έννοια φράζω)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
  • φράξιμο, βούλωμα, απόφραξη (μόνο με την έννοια φράξιμο), φραγμός