Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικρονέκρωση οι μικρονεκρώσεις
      γενική της μικρονέκρωσης* των μικρονεκρώσεων
    αιτιατική τη μικρονέκρωση τις μικρονεκρώσεις
     κλητική μικρονέκρωση μικρονεκρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικρονεκρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρονέκρωση < μικρο- + νέκρωση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικρονέκρωση θηλυκό

  • (ιατρική) μικρή αλλοιωμένη περιοχή ενός ιστού, λόγω κακής αιμάτωσης ή κυτταρικής αλλοίωσης

  Μεταφράσεις επεξεργασία