Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποφραγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποφραγμέν
ος
η
αποφραγμέν
η
το
αποφραγμέν
ο
γενική
του
αποφραγμέν
ου
της
αποφραγμέν
ης
του
αποφραγμέν
ου
αιτιατική
τον
αποφραγμέν
ο
την
αποφραγμέν
η
το
αποφραγμέν
ο
κλητική
αποφραγμέν
ε
αποφραγμέν
η
αποφραγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποφραγμέν
οι
οι
αποφραγμέν
ες
τα
αποφραγμέν
α
γενική
των
αποφραγμέν
ων
των
αποφραγμέν
ων
των
αποφραγμέν
ων
αιτιατική
τους
αποφραγμέν
ους
τις
αποφραγμέν
ες
τα
αποφραγμέν
α
κλητική
αποφραγμέν
οι
αποφραγμέν
ες
αποφραγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποφραγμένος
<
αποφράζω
+
-μένος
Μετοχή
επεξεργασία
αποφραγμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αποφράζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αποφράζω
και
φράζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποφραγμένος
αγγλικά
:
obstructed
(en)