Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποφραγμένος η αποφραγμένη το αποφραγμένο
      γενική του αποφραγμένου της αποφραγμένης του αποφραγμένου
    αιτιατική τον αποφραγμένο την αποφραγμένη το αποφραγμένο
     κλητική αποφραγμένε αποφραγμένη αποφραγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποφραγμένοι οι αποφραγμένες τα αποφραγμένα
      γενική των αποφραγμένων των αποφραγμένων των αποφραγμένων
    αιτιατική τους αποφραγμένους τις αποφραγμένες τα αποφραγμένα
     κλητική αποφραγμένοι αποφραγμένες αποφραγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αποφραγμένος < αποφράζω + -μένος

  Μετοχή επεξεργασία

αποφραγμένος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία