παραφράζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παραφράζω < ελληνιστική κοινή παραφράζω < παρά + αρχαία ελληνική φράζω
Ρήμα
επεξεργασίαπαραφράζω
- λέω κάτι με διαφορετικά λόγια, αλλάζω εκφράσεις για ποικιλία ή από σκοπιμότητα (για να κάνω κάτι πιο αμβλύ ή πιο οξύ κ.λπ.)
- μεταφράζω ελεύθερα, αποδίδω κάτι χωρίς να μεταφράζω κατά λέξη
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παραφράζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαραφράζω
- ό,τι και στη νεοελληνική, δηλαδή λέω κάτι με διαφορετικό τρόπο, το εξηγώ με άλλα λόγια