Ετυμολογία

επεξεργασία
φραδμοσύνη < αρχαιοελληνικό φράζω, συγγενές της φράσης και όχι του φράσσω και του φράγματος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φραδμοσύνη θηλυκό

  • επιδεξιότητα, ευφυία
    ※  7ος πκε αιώνας Ἡσίοδος, Θεογονία, 883 (883-885)
    δή ῥα τότ᾽ ὤτρυνον βασιλευέμεν ἠδὲ ἀνάσσειν | Γαίης φραδμοσύνῃσιν Ὀλύμπιον εὐρύοπα Ζῆν | ἀθανάτων·
    παρότρυναν, με συμβουλές της Γης, τον Ολύμπιο Δία το μακρύβροντο | να βασιλέψει και να κυβερνήσει | τους αθάνατους.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία