φραδάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφραδάζω
- γνωστοποιώ κάτι, ομιλώ για ένα θέμα
Συγγενικά
επεξεργασία- ἡ φραδή (πρόγνωση, προαναγγελία, προειδοποίηση, γνώση)
- φραδής,-ής, -ές, γεν. -έος (συνετός, έμπειρος, ιδιαίτερα έξυπνος)
- φράδμων, -ων, -ον γεμ. -ονος (ό,τι και το φραδής
- φραδμοσύνη (επιδεξιότητα, ευφυία)
- φραστέον
- ὁ φραστήρ, -ῆρος (που δίνει πληροφορίες, καθοδηγεί, οδηγός)
- ὁ φράστωρ, -ορος (ο οδηγός)
- φράσις