Δείτε επίσης: εὐφυΐα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευφυΐα οι ευφυΐες
      γενική της ευφυΐας
    αιτιατική την ευφυΐα τις ευφυΐες
     κλητική ευφυΐα ευφυΐες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ευφυΐα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐφυΐα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.fiˈi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ευ‐φυ‐ΐ‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ευφυΐα θηλυκό

  1. η ικανότητα αντίληψης του κόσμου, η ευθυκρισία και η δυνατότητα του ατόμου να ενεργεί λειτουργικά, αποδοτικά #* η ιδιότητα του ευφυούς
  2. πρακτική και μετρήσιμη ικανότητα (δείκτης ευφυΐας)
    • γενική ευφυΐα (συνολικό εύρος ικανοτήτων, αποδοτικότητας)
    • μία από τις επιμέρους ευφυΐες (ικανότητες, αποδόσεις σε συγκεκριμένο τομέα. Π.χ. αριθμητική, χωροταξική, λεκτική, συναισθηματική, μουσική κτλ.)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία