αφυΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αφυΐα | οι | αφυΐες |
γενική | της | αφυΐας | των | αφυϊών |
αιτιατική | την | αφυΐα | τις | αφυΐες |
κλητική | αφυΐα | αφυΐες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αφυΐα < αρχαία ελληνική ἀφυΐα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αφυΐα θηλυκό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αφυΐα