εὐφυΐα
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | εὐφυΐᾱ | αἱ | εὐφυΐαι |
γενική | τῆς | εὐφυΐᾱς | τῶν | εὐφυϊῶν |
δοτική | τῇ | εὐφυΐᾳ | ταῖς | εὐφυΐαις |
αιτιατική | τὴν | εὐφυΐᾱν | τὰς | εὐφυΐᾱς |
κλητική ὦ! | εὐφυΐᾱ | εὐφυΐαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | εὐφυΐᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | εὐφυΐαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεὐφυΐα θηλυκό