Δείτε επίσης: άφραστος
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄφραστος τὸ ἄφραστον
      γενική τοῦ/τῆς ἀφράστου τοῦ ἀφράστου
      δοτική τῷ/τῇ ἀφράστ τῷ ἀφράστ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄφραστον τὸ ἄφραστον
     κλητική ! ἄφραστε ἄφραστον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄφραστοι τὰ ἄφραστ
      γενική τῶν ἀφράστων τῶν ἀφράστων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀφράστοις τοῖς ἀφράστοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀφράστους τὰ ἄφραστ
     κλητική ! ἄφραστοι ἄφραστ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀφράστω τὼ ἀφράστω
      γεν-δοτ τοῖν ἀφράστοιν τοῖν ἀφράστοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄφραστος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄφραστος, -ος, -ον

  1. ανείπωτος, ανέκφραστος, θαυμάσιος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἱππόλυτος, στίχ. 820 ((819-820))
    ὥς μοι βαρεῖα καὶ δόμοις ἐπεστάθης, | κηλὶς ἄφραστος ἐξ ἀλαστόρων τινός·
    Ποιός δαίμονας κακός το σπιτικό μου | κι εμένα μ᾽ αίσχη ανείπωτα μας λέρωσε;
    Μετάφραση (1965): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Κέδρος @greek‑language.gr
  2. μη διακρινόμενος, απαρατήρητος

Παράγωγα

επεξεργασία