σιδηρόφρακτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
σιδηρόφρακτος, -η, -ο
- που έχει (μεγάλη και βαριά) πανοπλία
- ※ οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του Μεσαίωνα, οι σιδηρόφραχτοι σταυροφόροι
- ≈ συνώνυμα: κατάφρακτος
- (μεταφορικά) πάνοπλος, βαριά οπλισμένος
- ※ Η παραχώρηση της περιοχής ήταν ένα «δώρο» του Χίτλερ στον Βούλγαρο τσάρο Βόρις, για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει ο τελευταίος στην κατάληψη από τις σιδερόφραχτες στρατιές του Γʹ Ράιχ, της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. (εφ. Ελευθεροτυπία, 2/10/2011)
- που είναι φραγμένος με σίδερα ή περιβάλλεται από κάγκελα
- ※ η σιδηρόφρακτη πύλη
- ≈ συνώνυμα: καγκελόφραχτος
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σιδηρόφρακτος