σιδηρόφρακτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σιδηρόφρακτος < (καθαρεύουσα) (σίδηρος) σιδηρό- + (φράσσω) -φρακτος κατά το κατάφρακτος [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /si.ðiˈɾo.fɾa.ktos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σι‐δη‐ρό‐φρα‐κτος
Επίθετο επεξεργασία
σιδηρόφρακτος, -η, -ο
- (λόγιο) λόγια μορφή του σιδερόφραχτος
- ↪ οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του Μεσαίωνα, οι σιδηρόφραχτοι σταυροφόροι
- ↪ η σιδηρόφρακτη πύλη
Μεταφράσεις επεξεργασία
σιδηρόφρακτος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σιδερόφραχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας