↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδηρόφρακτος η σιδηρόφρακτη το σιδηρόφρακτο
      γενική του σιδηρόφρακτου της σιδηρόφρακτης του σιδηρόφρακτου
    αιτιατική τον σιδηρόφρακτο τη σιδηρόφρακτη το σιδηρόφρακτο
     κλητική σιδηρόφρακτε σιδηρόφρακτη σιδηρόφρακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδηρόφρακτοι οι σιδηρόφρακτες τα σιδηρόφρακτα
      γενική των σιδηρόφρακτων των σιδηρόφρακτων των σιδηρόφρακτων
    αιτιατική τους σιδηρόφρακτους τις σιδηρόφρακτες τα σιδηρόφρακτα
     κλητική σιδηρόφρακτοι σιδηρόφρακτες σιδηρόφρακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σιδηρόφρακτος < (καθαρεύουσα) (σίδηρος) σιδηρό- + (φράσσω) -φρακτος κατά το κατάφρακτος [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.ðiˈɾo.fɾa.ktos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δη‐ρό‐φρα‐κτος

  Επίθετο

επεξεργασία

σιδηρόφρακτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία