Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σιδερόφραχτος η σιδερόφραχτη το σιδερόφραχτο
      γενική του σιδερόφραχτου της σιδερόφραχτης του σιδερόφραχτου
    αιτιατική τον σιδερόφραχτο τη σιδερόφραχτη το σιδερόφραχτο
     κλητική σιδερόφραχτε σιδερόφραχτη σιδερόφραχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σιδερόφραχτοι οι σιδερόφραχτες τα σιδερόφραχτα
      γενική των σιδερόφραχτων των σιδερόφραχτων των σιδερόφραχτων
    αιτιατική τους σιδερόφραχτους τις σιδερόφραχτες τα σιδερόφραχτα
     κλητική σιδερόφραχτοι σιδερόφραχτες σιδερόφραχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σιδερόφραχτος < (καθαρεύουσα) σιδηρόφρακτος με προσαρμογή στη δημοτική με τροπή [kt] > [xt] < σίδηρος σιδηρό- > σιδερό- + (φράσσω) -φρακτος κατά το κατάφρακτος[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /si.ðeˈɾo.fɾa.xtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σι‐δε‐ρό‐φρα‐χτος

  Επίθετο επεξεργασία

σιδερόφραχτος

  1. που έχει (μεγάλη και βαριά) πανοπλία
     συνώνυμα: κατάφρακτος
  2. (μεταφορικά) πάνοπλος, βαριά οπλισμένος
    ※  Η παραχώρηση της περιοχής ήταν ένα «δώρο» του Χίτλερ στον Βούλγαρο τσάρο Βόρις, για τη βοήθεια που του είχε προσφέρει ο τελευταίος στην κατάληψη από τις σιδερόφραχτες στρατιές του Γʹ Ράιχ, της Ελλάδας και της Γιουγκοσλαβίας. (enet.gr εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 2/10/2011])

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία