πάνοπλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάνοπλος < αρχαία ελληνική πάνοπλος
Επίθετο
επεξεργασίαπάνοπλος, -η, -ο
- πολύ καλά οπλισμένος, εφοδιασμένος με όλα τα όπλα που απαιτούνται
Μεταφράσεις
επεξεργασία πάνοπλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πάνοπλος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαπάνοπλος, -η, -ον
- που έχει όλο τον οπλισμό του