Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φραστικός η φραστική το φραστικό
      γενική του φραστικού της φραστικής του φραστικού
    αιτιατική τον φραστικό τη φραστική το φραστικό
     κλητική φραστικέ φραστική φραστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φραστικοί οι φραστικές τα φραστικά
      γενική των φραστικών των φραστικών των φραστικών
    αιτιατική τους φραστικούς τις φραστικές τα φραστικά
     κλητική φραστικοί φραστικές φραστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραστικός < αρχαία ελληνική φραστικός

  Επίθετο επεξεργασία

φραστικός

  • Το λάθος στο κείμενο ήταν φραστικό, πρόκειται για παρερμηνεία (συντακτικό λάθος ή επιλογή άκομψης λέξης)
  • Οι δύο άνδρες είχαν έναν φραστικό διαπληκτισμό (τσακώθηκαν αλλά αντάλλαξαν κουβέντες χωρίς να έρθουν στα χέρια)

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φραστικός < φραστήρ < φράζω

  Επίθετο επεξεργασία

φραστικός

  1. εκφραστικός, λεκτικός (αυτό που λέμε, όχι απαραιτήτως αυτό που εννοούμε ή σκεφτόμαστε)
  2. το ουδέτερο (το φραστικόν) η δύναμη του λόγου

Συγγενικά επεξεργασία